- καθημαξευμένος
- η, ον1) езженный, наезженный; проторённый; 2) перен. избитый, заезженный, банальныи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθημαξευμένος — κατά ἁμαξεύω traverse with a wagon perf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για … Dictionary of Greek
καθημαξευμένως — (Α) επίρρ. κοινώς, συνηθισμένα, τετριμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. καθημαξευμένος τού ρ. καθαμαξεύω] … Dictionary of Greek